καλόψυχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόψυχος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλός: Είναι καλόψυχος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοψύχους — καλόψυχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόψυχοι — καλόψυχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek
αγαθόψυχος — η, ο καλόψυχος, καλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + ψυχή] … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοψυχία — και καλοψυχιά, η (Μ καλοψυχία) [καλόψυχος] η ιδιότητα τού καλόψυχου*, το να έχει κάποιος καλή ψυχή, καλή καρδιά, ευγενικά και φιλάνθρωπα αισθήματα, η καλοκαγαθία, η αγαθότητα μσν. καλή ψυχική διάθεση … Dictionary of Greek
καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… … Dictionary of Greek